Κοινωνικές τάξεις

Από την ΠρολεΒίκι, την προλεταριακή εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κοινωνική διαστρωμάτωση)
Μια σατιρική αφίσα που αναπαριστά την ταξική διαστρωμάτωση στον καπιταλισμό.

Οι κοινωνικές τάξεις είναι κατηγορίες που ορίζουν τη θέση ενός ατόμου στην κοινωνία και τα άτομα με τα οποία μοιράζεται ίδιους στόχους και ενδιαφέροντα.

Οι κοινωνικές τάξεις διαμορφώθηκαν μετά τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγικής.[1]

Στη μαρξιστική θεωρία, η κοινωνική τάξη ορίζεται από τις υλικές σχέσεις προς τα μέσα παραγωγής. Από την αρχαιότητα υπήρξαν ιστορικά δύο μεγάλες τάξεις: μια τάξη που ζει χάρη στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και μια άλλη τάξη που τα στερείται. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η τάξη που ζει χάρη στα μέσα παραγωγής εκμεταλλεύεται την τάξη που τα στερείται, ζώντας ουσιαστικά από την εκμετάλλευση της εργασίας της τελευταίας.

Εκτός από τις βασικές τάξεις υπάρχουν και μη βασικές, μεταβατικές και ενδιάμεσες τάξεις (π.χ. η αγροτιά και οι τσιφλικάδες στον καπιταλισμό). Μέσα στις τάξεις υπάρχουν και διαφορετικά στρώματα (π.χ. το βιομηχανικό και το αγροτικό προλεταριάτο, τα μεσαία στρώματα, η μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή αστική τάξη).[1]

Μη μαρξιστές κοινωνιολόγοι έχουν κατά καιρούς προτείνει διάφορα άλλα κριτήρια για τον ορισμό της έννοιας της τάξης. Τα δυο πιο συχνά είναι ο πλούτος και η αναγνώριση (ο τρόπος που άλλα άτομα ή και το ίδιο το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του).

Τα συγκρουόμενα υλικά συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων οδηγούν στην ταξική πάλη και αναδεικνύουν τον αντιδραστικό ρόλο του κράτους σε μια ταξική κοινωνία ως εργαλείου καταπίεσης.

Μαρξιστική θεώρηση της τάξης[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαρξ θεωρούσε ότι σε όλες τις κοινωνίες όπου παράγεται υπεραξία (δηλαδή η τεχνική είναι αρκετά προχωρημένη για να επιτρέπει στους εργαζόμενους να παράγουν περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο για την επιβίωση) υπάρχουν δυο μεγάλες κοινωνικές τάξεις:

  • μια κατώτερη τάξη που πρέπει να εργαστεί για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της και
  • μια ανώτερη τάξη που εκμεταλλεύεται την εργασία της κατώτερης τάξης, αφού ιδιοποιεί μέρος ή και ολόκληρη την υπεραξία.

Στον καπιταλισμό, οι δυο αυτές τάξεις είναι οι αστοί και το προλεταριάτο· στην φεουδαρχία ήταν οι αριστοκράτες και οι δουλοπάροικοι· στην αρχαιότητα ήταν οι δουλοκτήτες και οι δούλοι.

Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι υπάρχει μια μεταφορά πλούτου που παράγεται από την κατώτερη τάξη προς την ανώτερη. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρούσεις μεταξύ των δύο τάξεων: η κατώτερη τάξη έχει λόγο να αγωνιστεί για να σπάσει τη σχέση της εκμετάλλευσης και η ανώτερη έχει λόγο να την επιβάλλει. Οι τάξεις στο μαρξισμό είναι ανταγωνιστικές. Αλλά ο Μαρξ πίστευε ότι μια μέρα θα έρθει το τέλος των τάξεων, σε μια αταξική κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής θα διοικούνταν δημοκρατικά από όλους και δε θα υπήρχε εκμετάλλευση.

Οι μαρξιστές θεωρούν ότι η πάλη ανάμεσα στις τάξεις είναι δομικό συστατικό όλων των ταξικών κοινωνιών, και μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας (με την άλλη να είναι η τεχνολογική εξέλιξη).

Λίστα κοινωνικών τάξεων[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκμεταλλευτικές τάξεις[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίες τάξεις[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τάξεις αυτές κατέχουν ορισμένα μέσα παραγωγής, αλλά χρειάζονται ακόμα να δουλέψουν για να επιβιώσουν.

Ακτήμονες τάξεις[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τάξεις αυτές δεν κατέχουν μέσα παραγωγής και πρέπει να δουλέψουν για να επιβιώσουν, αλλιώς θα λιμοκτονήσουν.

Υποσημειώσεις[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τάξη ιδιοκτητών γης και ακινήτων με ρίζες στο φεουδαρχισμό που ζουν χάρη στα έσοδα από τα ενοίκια των ακινήτων τους. Είναι διαδεδομένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλα αγγλόφωνα κράτη. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος είναι landlords.
  2. Τμήμα της αστικής τάξης των υπανάπτυκτων οικονομικά, υποδουλωμένων ή απελευθερωμένων χωρών που ενδιαφέρεται για την ανεξάρτητη πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας της.
  3. Τάξη πλούσιων μεγαλοϊδιοκτητών γης στη Ρωσική Αυτοκρατορία και στην πρώιμη Σοβιετική Ένωση.
  4. Μερίδιο της εργατικής τάξης που πληρώνεται καλύτερα με στόχο να αποτραπεί η ριζοσπαστικοποίησή του.

Παραπομπές[επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Συλλογικό (1984). Σύντομο κοινωνικοπολιτικό λεξικό. «Τάξεις (κοινωνικές)» (σ. 241). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.